Τετάρτη 14 Οκτωβρίου 2020

Από το θάνατο του Παύλου Μελά (13 Οκτωβρίου 1904) . . . στην απελευθέρωση της Κατερίνης (16 Οκτωβρίου 1912)


Του Ιωάννη Τζιόλα, Φιλόλογου – Αρχαιολόγου


Η Μακεδονία δεν απελευθερώθηκε με την επανάσταση του 1821. Ακολούθησαν και άλλες προσπάθειες για την απελευθέρωση, το 1854 και το 1878. Ωστόσο παρά τους αγώνες, η Μακεδονία παρέμενε υπόδουλη. Δεν είχε να αντιμετωπίσει μόνο τους κατακτητές Οθωμανούς, αλλά και τους Βουλγάρους, που τότε είχαν ένα και μοναδικό σκοπό. Την προσάρτηση της Μακεδονίας στο βουλγαρικό κράτος. Τι έκαναν οι Βούλγαροι; Έστελναν στη Μακεδονία τους φοβερούς κομιτατζήδες, οι οποίοι τρομοκρατούσαν τα ελληνικά χωριά, πιέζοντας τους κατοίκους τους, να δηλώσουν ότι είναι Βούλγαροι. Αυτοί που μαρτύρησαν περισσότερο ήταν οι παπάδες, που τους πίεζαν να τελούν τη λειτουργία στα βουλγαρικά, αλλά και οι δάσκαλοι που όταν δίδασκαν την ελληνική γλώσσα γνώριζαν την εκδίκηση των κομιτατζήδων.

 

Τώρα εύλογα, θα αναρωτηθεί κάποιος. Καλά, το Ελληνικό κράτος τι έκανε; Δεν ήθελε να βοηθήσει τους σκλαβωμένους Μακεδόνες; Δυστυχώς εκείνη την εποχή, η Ελλάδα βρισκόταν σε άσχημη οικονομική και στρατιωτική κατάσταση. Μόλις είχε τελειώσει ένας άτυχος πόλεμος (του 1897) και κανείς στην ελληνική κυβέρνηση, δεν τολμούσε να μιλήσει για την απελευθέρωση της Μακεδονίας.

Η λύση ήρθε από τον απλό λαό της Μακεδονίας, όπου ξεκίνησαν τα πρώτα ανταρτικά σώματα. Πρωτοπόροι στον αγώνα στάθηκαν ο «Ίων Δραγούμης» που υπηρετούσε στη Μακεδονία ως διπλωμάτης και ο μητροπολίτης Καστοριάς “Γερμανός Καραβαγγέλης”. Ήταν αυτοί που συγκρότησαν τα πρώτα ανταρτικά σώματα ενόπλων, με αρχηγούς τον “καπετάν Κώττα” και τον “καπετάν Άγρα”. Επίσης, αξιωματικοί, στρατιώτες και απλοί πολίτες από όλη την Ελλάδα, άρχισαν να περνούν κρυφά στη Μακεδονία και να πολεμούν με τους Βουλγάρους, δίνοντας έτσι κουράγιο στους σκλαβωμένους Έλληνες της Μακεδονίας.


Ένας απ’ αυτούς ήταν και ο “Παύλος Μελάς”, ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού. Δεν άντεξε άλλο, με ένα τουφέκι στο χέρι και με λίγα παλικάρια, πέρασε κρυφά τα ελληνικά σύνορα, (που τότε ήταν στη Θεσσαλία) και μπήκε στο έδαφος της βασανισμένης Μακεδονίας. Απ’ όπου περνούσε, σ’ όποιο ελληνικό χωριό βρισκόταν έδινε κουράγιο στους ντόπιους κατοίκους, αντιμετωπίζοντας με θάρρος και αυταπάρνηση τους Βούλγαρους κομιτατζήδες. Γρήγορα η φήμη του εξαπλώθηκε σ’ όλη τη Μακεδονία. Όμως δεν τον ήξεραν ως Παύλο Μελά. Το ψευδώνυμό του ήταν “καπετάν Μίκης Ζέζας”. Απ’ το όνομα των δύο παιδιών του, του Μίκη και της Ζέζας. Έπρεπε να κρύψει το πραγματικό του όνομα για να μη καταλάβουν οι τούρκοι ότι Έλληνες περνούν τα σύνορα και βοηθούν τους Μακεδόνες αδελφούς τους.

Οι Βούλγαροι πρώτη φορά συναντούσαν τόση αντίσταση από τους Έλληνες. Μη μπορώντας όμως να σκοτώσουν οι ίδιοι τον Παύλο Μελά, του έστησαν ενέδρα στο χωριό “Στάτιστα” κι εκεί ειδοποίησαν τον ισχυρό τουρκικό στρατό να τον πιάσει. Στη μάχη που ακολούθησε μια σφαίρα χτύπησε στη μέση τον Παύλο Μελά που λίγες ώρες αργότερα ξεψύχησε. Ήταν 13 Οκτωβρίου του 1904. Ο Παύλος Μελάς ήταν νεκρός.

Όμως, ο θάνατός του, αντί να αποθαρρύνει τους Έλληνες, αντί να τους φοβίσει, έφερε το αντίθετο αποτέλεσμα. Από κάθε μεριά της Ελλάδας άρχισαν να καταφτάνουν μακεδονομάχοι, έτοιμοι να θυσιάσουν τη ζωή τους, έτοιμοι να πολεμήσουν τους Βουλγάρους και τους τούρκους, έχοντας ως παράδειγμα τον αθάνατο ήρωα,  τον Παύλο Μελά.  Τελικά ο “Μακεδονικός Αγώνας” που κράτησε από το 1904 – 1908, δεν απελευθέρωσε τη Μακεδονία. Κράτησε όμως τη φλόγα της ελευθερίας άσβεστη στα δύσκολα εκείνα χρόνια. Έδειξε στους υπόλοιπους Έλληνες ότι οι σκλαβωμένοι Μακεδόνες αδελφοί τους, χρειάζονταν τη βοήθεια και συμπαράστασή τους.


Λίγα χρόνια αργότερα ακολουθούν οι Βαλκανικοί πόλεμοι (1912-13). Από την κήρυξη του Α΄ Βαλκανικού πολέμου, η διείσδυση του ελληνικού στρατού στη Μακεδονία υπήρξε άμεση και ταχύτατη. Στις 4 Οκτωβρίου 1912 διατάχτηκε προέλαση των ελληνικών δυνάμεων για την επόμενη ημέρα. Η επίθεση άρχισε στις 5 Οκτωβρίου ενώ την επόμενη ημέρα, 6 Οκτωβρίου, καταλήφθηκε η Ελασσόνα και η Δεσκάτη. Στις 9 και 10 του ίδιου μήνα απελευθερώθηκαν το Σαραντάπορο ύστερα από πολύωρη μάχη, όπως επίσης και τα Σέρβια, ενώ στις 12 Οκτωβρίου απελευθερώθηκε η Κοζάνη. Το στρατόπεδο των τούρκων παρουσίαζε εικόνα διάλυσης, καθώς οι μονάδες του είχαν σκορπίσει και υποχωρήσει προς την περιοχή της Βέροιας.

Κατά τη παραμονή του στην Κοζάνη, ο διάδοχος Κωνσταντίνος αμφιταλαντευόταν μεταξύ της πρόθεσης του, να συνεχίσει προς τα βόρεια με σκοπό να καταλάβει τη περιοχή του Μοναστηρίου και των πιέσεων του Βενιζέλου να προχωρήσει ανατολικά προς τη Βέροια, με απώτερο στόχο την απελευθέρωση της Θεσσαλονίκης. Δεδομένου του γεγονότος ότι οι τέσσερις βαλκανικές χώρες (Μαυροβούνιο, Σερβία, Βουλγαρία, Ελλάδα) δεν είχαν προαποφασίσει τον ακριβή τρόπο της διανομής των εδαφών που θα καταλάμβαναν από την οθωμανική αυτοκρατορία, η ανάγκη για προέλαση προς τα ανατολικά ήταν επιτακτική, αφού κατά πάσα πιθανότητα ως κριτήριο επικυριαρχίας στις απελευθερωμένες περιοχές, θα λειτουργούσε η προτεραιότητα κατάληψής τους.


Για το λόγο αυτό ασκήθηκαν ισχυρές πιέσεις, προς τον αρχιστράτηγο Κωνσταντίνο τόσο από τον Βενιζέλο που γνώριζε την σπουδαιότητα των στρατηγικών από κάθε άποψη πλεονεκτημάτων της γεωγραφικής θέσης της Θεσσαλονίκης, όσο και από τον ίδιο του τον πατέρα τον βασιλιά Γεώργιο Α΄ ο οποίος μάλιστα μετέβη στην Κοζάνη προκειμένου να πείσει τον γιο του να επιλέξει την πορεία προς τη Βέροια και όχι προς το Μοναστήρι.

Πράγματι στις 14 & 15 Οκτωβρίου 1912, η Ι Μεραρχία πορεύτηκε προς το Δάσκιο, ενώ η ΙΙ Μεραρχία διανυκτέρευσε στα στενά του Τριποτάμου. Η ΙΙΙ Μεραρχία την 15ηΟκτωβρίου είχε φτάσει στον Πολύμυλο, ενώ η ΙV συνεπλάκη κοντά στο Ξηρολείβαδοκαι το Βρωμοπήγαδο με εχθρικές δυνάμεις τις οποίες έτρεψαν σε φυγή. Η V Μεραρχία έφτασε στη Κουμαριά, η VI Μεραρχία παρέμενε στο χωριό Πετρωτό και η VII Μεραρχία κατευθύνθηκε στο “Κολοκούρι” (σημ. Σβορώνος) προκειμένου να απελευθερώσει την Κατερίνη.

Ακολούθησε η “μάχη στο Κολοκούρι”, (15η Οκτωβρίου 1912), όπου το μεσημέρι η εμπροσθοφυλακή της VII Μεραρχίας, δέχθηκε από τους τούρκους σφοδρά πυρά (από τα βορειοδυτικά του χωριού) εντελώς αιφνιδιαστικά, διότι υπήρχε πυκνό δάσος από παλιούρια και δεν είχε γίνει η κατάλληλη ανίχνευση του εδάφους. Οι στρατιώτες αιφνιδιάστηκαν και ένας λόχος άρχισε να υποχωρεί. Την κατάσταση έσωσε ο διοικητής του 20ού Συντάγματος, αντισυνταγματάρχης “Δημήτριος Σβορώνος”, ο οποίος προσέτρεξε έφιππος και εμψύχωσε τους στρατιώτες του. Οι τούρκοι διέκριναν τα γαλόνια του βαθμοφόρου και έστρεψαν τα πυρά τους κατά του γενναίου αξιωματικού, ο οποίος, αν και ήταν ήδη βαριά τραυματισμένος, συνέχισε να επιτίθεται, μέχρις ότου, ξεψύχησε. Η μάχη κράτησε περίπου τρεις ώρες και το απόγευμα οι τούρκοι υποχρεώθηκαν να αποσυρθούν από το χωριό, πέραν του “ποταμού Πέλεκα”, απ’ όπου όμως συνέχισαν να βάλλουν κατά του ελληνικού στρατού. Όταν όμως σκοτείνιασε σταμάτησαν οι πυροβολισμοί.

Το πρωί της 16ης Οκτωβρίου 1912, ημέρα Τρίτη, και ώρα 07.30΄, η VII Μεραρχία εισήλθε στην Κατερίνη, όπου δεν αντιμετώπισε καμία εχθρική αντίσταση, καθώς οι τούρκοι την είχαν εγκαταλείψει από το βράδυ της προηγούμενης μέρας. Οι κάτοικοι από τα μπαλκόνια των σπιτιών, ζητωκραύγαζαν τον στρατό που περνούσε από τις κεντρικές οδούς, της 7ης Μεραρχίας & Μ. Αλεξάνδρου.


O ελληνικός στρατός πορεύτηκε μέχρι τον “Κισλά ” (δηλ, ο τουρκικός στρατώνας που βρισκόταν στο σημερινό πάρκο), όπου τον υποδέχτηκε αντιπροσωπεία κατοίκων της πόλης με επικεφαλής τον επίσκοπο “Παρθένιο Βαρδάκα”. Ξεχύθηκαν δάκρυα χαράς και υποδέχτηκαν τους ελευθερωτές με ελληνικές σημαίες, λέγοντας “Χριστός Ανέστη”. Ένας λόχος με τη σημαία και τις σάλπιγγες διέτρεξε την πόλη, παιανίζοντας εμβατήρια και προκαλώντας ακράτητο ενθουσιασμό στους κατοίκους της πόλης. Λαός και στρατός, πήγαν στην εκκλησία της “Θείας Ανάληψης”, όπου τελέστηκε πανηγυρική δοξολογία, για την απελευθέρωση της πόλης, από τον επίσκοπο.

Με ανάμεικτα συναισθήματα χαράς και λύπης, κηδεύτηκαν οι ήρωες νεκροί της μάχης της Κατερίνης: ο αντισυνταγματάρχης Δημήτριος Σβορώνος, υπολοχαγός Δημήτριος Νίκας, λοχίας Βίγκος Θωμάς και οι στρατιώτες ΚονταξάκηςΒασίλλας Σαράντης. Μαζί τους κηδεύτηκαν ακόμη έξι άνδρες και τρεις γυναίκες, που δολοφόνησαν άγρια οι τούρκοι φεύγοντας, (εντελώς αναίτια και άδικα), αφήνοντας δείγμα της βαρβαρότητας τους απέναντι στον ελληνισμό, επί πέντε αιώνες.

Την ίδια ημέρα ο ελληνικός στρατός  μαζί με την Κατερίνη, απελευθέρωσε και τη Βέροια. Ακολούθησε η νικηφόρα “μάχη των Γιαννιτσών” και ο ελληνικός στρατός φτάνει έξω από τη Θεσσαλονίκη, στις 25 Οκτωβρίου 1912. Εκεί ξεκίνησαν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Κωνσταντίνου και του “Ταξίν Πασά”, σχετικά με την παράδοση της πόλης. Τελικά ο Ταξίν Πασάς, αποδέχθηκε τους όρους του Κωνσταντίνου και στις 26 Οκτωβρίου, υπογράφηκε το πρωτόκολλο παράδοσης της πόλης, στον Ελληνικό στρατό.



Απελευθέρωση της Κατερίνης 



ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ ΤΟΥ ΝΙΚΟΥ ΣΑΙΔΕ

Οι τελευταίοι σπασμοί του οθωμανικού θηρίου 

Πριν ακόμη ξημερώσει η 16η Οκτωβρίου 1912, η 7η μεραρχία της «Ελληνικής Στρατιάς Θεσσαλίας»  προέλασε κατά τη διάταξη των δυνάμεών της που προαναφέραμε – στα δυτικά και νότια της Κατερίνης, που ανάσαινε τον πρώτο ζωογόνο αέρα της ελευθερίας. Ενώ οι προφυλακές της μεραρχίας εισέρχονταν στην πόλη από τα δυτικά, από τα βορειοανατολικά έπεφταν οι τελευταίοι πυροβολισμοί, ου ρίχτηκαν από φυγάδες Τούρκους στρατιώτες, ξεκομμένους από τις μονάδες τους, μάλλον γιατί είχαν αποκοιμηθεί και ξύπνησαν τρομαγμένοι. Το ίδιο έκαναν και λίγοι άτακτοι Βόσνιοι μέτοικοι, τους οποίους είχαν εποικίσει οι Νεότουρκοι στην Πιερία από άλλες περιοχές, προκειμένου να αλλοιώσουν τη σύνθεση του πληθυσμού στη Μακεδονία και να νοθεύσουν τις εκλογές τους το 1908. Όλοι σχεδόν εκείνοι οι Τούρκοι, που δεν ξεπερνούσαν τους τριάντα, τράπηκαν σε φυγή προς βόρεια για να γλιτώσουν. Αιχμαλωτίστηκαν όμως αμέσως από τις προφυλακές της μεραρχίας, όπως κρατούνταν και αρκετοί τραυματίες ανάμεσα στους οποίους ήταν και τέσσερις ανώτεροι Τούρκοι αξιωματικοί. Πάντως, ο κύριος όγκος του τουρκικού στρατού της Κατερίνης είχε διαφύγει προς Κίτρος- Αιγίνιο (Λιμπάνοβο)- Γιδά (Αλεξάνδρεια), παίρνοντας μαζί του και κάποιες οικογένειες Τούρκων και άλλων μουσουλμάνων που τον ακολούθησαν. Αυτοί ήταν οι τελευταίοι σπασμοί αντίδρασης του οθωμανικού θηρίου…, μετά από 500 χρόνια κατοχής, δουλείας και καταδυνάστευσης του Ελληνισμού.

ii  Επίσημη είσοδος και υποδοχή του στρατού στην Κατερίνη

Η είσοδος του απελευθερωτή ελληνικού στρατού στην πόλη της Κατερίνης έγινε με κάθε επισημότητα και κάτω από συνθήκες έξαλλου πατριωτικού ενθουσιασμού και ανείπωτης χαράς ελευθερίας του λαού. Οι αρχές της πόλης - ελληνικές και τουρκικές - με επικεφαλής τον αοίδιμο «επίσκοπο της απελευθέρωσης» Παρθένιο Βαρδάκα, το ιερατείο της πόλης και των πλησιέστερων χωριών, τον Τούρκο δήμαρχο της πόλης Μουχαρέμ Ρουστέμ μπέη και το «Δημοτικό Συμβούλιο»,  καθώς και σύσσωμο τον ελληνικό πληθυσμό της Κατερίνης, υποδέχθηκαν  επισήμως  τη διοίκηση της 7ης μεραρχίας. Χώρος υποδοχής του «Απελευθερωτικού Στρατού» μας ήταν η κεντρική οδός, που μετονομάστηκε αργότερα σε «Εβδόμης Μεραρχίας». Ανατολικότερα ήταν η «Μεγάλου Αλεξάνδρου» και το σημείο όπου ήταν η Λέσχη Αξιωματικών Φρουράς Κατερίνης» παλαιότερα (ΚΑΠΗ σήμερα) και η είσοδος στο «Δημοτικό Πάρκο» της πόλης, με τα χαρακτηριστικά τούρκικα πυροβόλα, λάφυρα κι αυτά του απελευθερωτικού πολέμου. Σημειώνουμε ότι στο χώρο εκείνο, δεξιότερα, και στο χώρο του πάρκου υπήρχε τουρκικός στρατώνας (Kislas) που είχε εγκαταλειφθεί. Μετά τη συγκινητική υποδοχή του μεράρχου  Κλεομένη, του Επιτελείου του και των τμημάτων της έφιππης και πεζής συνοδείας, ακολούθησε η είσοδος ενός τάγματος του 21ου συντάγματος, ενώ ακολουθούσαν και άλλες δυνάμεις του, από τα Δ και τα ΝΔ. και εισέρχονταν στην πόλη. Οι επίσημοι, με επικεφαλής τον επίσκοπο «Κίτρους και Αικατερίνης» Παρθένιο, συνοδευόμενοι από πλήθος λαού κατευθύνθηκαν στο μητροπολιτικό ναό της Θείας Αναλήψεως, όπου τελέστηκε ευχαριστήρια και χαρμόσυνη Δοξολογία για την απελευθέρωση της πόλης – και της Πιερίας- από τον οθωμανικό ζυγό, μετά από 500 σχεδόν χρόνια αφόρητης τυραννικής καταδυνάστευσης.  

Κάπου, στη στρατωνισμένη στρατιά ο Μέραρχος Κλεομένης θέλει να ευχαριστήσει το Γαλία Λάπα, που τον είχε οδηγό από τα ορεινά της Φουσκίνας προς την πόλη. Του προτείνουν να πάρει ό,τι θέλει από τα λάφυρα. Κι εκείνος ζητά να του επιτρέψει ο μέραρχος να φορτώσει το μουλάρι του με όπλα, μήπως τα χρειασθούν και πάλι. Αυτή ήταν η ανταμοιβή του, όπως σημειώνει στα ιστορικά του έργα ο Γιώργος Ράπτης. Κι όταν γύρισε στο χωριό με το απρόσμενο φορτίο, οι συγχωριανοί του χάιδευαν τα όπλα, ευχόμενοι να τους είναι αχρείαστα…Αυτό θα πει ανιδιοτελής προσφορά στην αναπαλλοτρίωτη αξία της ελευθερίας!!


Συνάμα, μέσα σε κλίμα γενικής συγκίνησης και με ανάμεικτα αισθήματα ευφροσύνης και στενοχώριας, κηδεύτηκαν και ενταφιάστηκαν, χοροστατούντος του επισκόπου Κίτρους Παρθενίου, στο κοιμητήριο της Αγίας Αικατερίνης οι Δημήτριος Σβορώνος,  αντισυνταγματάρχης, διοικητής του 20ου συντάγματος της 7ης Μεραρχίας, Δημήτριος Νίκας, υπολοχαγός, υπασπιστής 21ου συντάγματος, και οι συμπολεμιστές τους Βίγκος Θωμάς, Βασίλας Γεώργιος, Σαράντης Αντώνιος και Ανευλαβής Βασίλειος, ήρωες που έχουν συνδέσει το όνομά τους με την απελευθέρωση της γης της Πιερίας. Μαζί τους κηδεύτηκαν ακόμη έξι άνδρες και τρεις γυναίκες, που δολοφόνησαν άγρια οι Τούρκοι φεύγοντας, εντελώς αναίτια και άδικα, αφήνοντας δείγμα της βαρβαρότητας τους απέναντι στον ελληνισμό επί πέντε αιώνες. Στην πόλη ο λαός ζούσε έντονα τις πρώτες ευφρόσυνες ώρες της ελευθερίας του. Κατά τον αείμνηστο καθηγητή Απόστολο Τσακούμη, στηριζόμενο – εκτός των άλλων πηγών της «μονογραφίας» του – και στις ανταποκρίσεις επτά αθηναϊκών εφημερίδων εκείνης της περιόδου, οι Πιεριείς γιόρτασαν με έντονο συναισθηματισμό και με πάθος  την απελευθέρωσή τους. Οι Κατερινιώτες «έρραναν με άνθη, από τα παράθυρα και τους εξώστες των οικιών τους  τον ελληνικό στρατό, ο οποίος στρατοπέδευσε στην ανατολική παρυφή της πόλης, Διανεμήθηκε στους άνδρες του 21ου Συντάγματος «άρτος και διπλή μερίς τυρού, επιπλέον δε και πέντε πακέτα καπνού εκάστω, εκ της εκεί ευρισκόμενης απoθήκης Regie.» …, σημειώνει ο συμπολίτης μας καθηγητής Καζνταρίδης. «Οι κάτοικοι της πόλης – γράφει ο Τσακούμης – έξαλλοι από χαρά, πρόσφεραν τα πάντα στον ελευθερωτή στρατό. Οι κουρείς καλούσαν τους αξιωματικούς και στρατιώτες να τους περιποιηθούν δωρεάν.. Οι καπναποθήκες πρόσφεραν τον καλύτερο καπνό τους. Ο στρατός μας όμως δεν είχε καιρό… Η προέλαση έπρεπε να συνεχιστεί».



«Στις 7.30΄ του πρωινού της 16ης Οκτωβρίου 1912, ημέρα Τρίτη, τα ελληνικά στρατεύματα εισήλθαν στην πανηγυρίζουσα Κατερίνη. Οι κάτοικοί της, από τα μπαλκόνια των οικιών και από τις άκρες των δρόμων, επευφημούσαν  τον παρελαύνοντα, δια μέσου της  κεντρικής οδού  (οδοί VIIης  Μεραρχίας και Μεγάλου Αλεξάνδρου, σήμερα) ελληνικό στρατό, που πορεύτηκε προς το κέντρο της μικρής – τότε – πόλης. Στο ύψος του σημερινού πάρκου - τότε ήταν τουρκικός στρατώνας (Κισλάς- τ.λ.) τον ελληνικό στρατό υποδέχθηκε αντιπροσωπεία των κατοίκων της πόλης, με επικεφαλής τον επίσκοπο Κίτρους Παρθένιο Βαρδάκα». Και συνεχίζει ο αείμνηστος Δ. Κωτίκας. «Ήμουν νέος, 17 ετών περίπου, όταν απελευθερώθηκε η Κατερίνη. Το πρωινό εκείνο εργαζόμουν ως υπάλληλος στο καφενείο του Σκλιοπίδη- γωνία σημερινή Μεγάλου Αλεξάνδρου και Γεωργάκη Ολυμπίου- κοντά στην πλατεία. Λίγο πριν εισέλθει ο ελληνικός στρατός, πυκνοί πυροβολισμοί ακούστηκαν από διάφορα σημεία της πόλης και δεν γνωρίζαμε την προέλευσή τους. Οι κάτοικοι, τρομαγμένοι και φοβισμένοι, το έβαλαν στα πόδια. Οι καταστηματάρχες της κεντρικής πλατείας (σ.σ. πλατεία Ελευθερίας σήμερα) και της κεντρικής οδού κλείδωσαν τα μαγαζιά τους και κλείστηκαν στα σπίτια τους. Υπαίθριοι μικροπωλητές εγκατέλειψαν την πραμάτεια τους στους δρόμους και εξαφανίστηκαν. Υπαίθριοι μάγειροι, που σερβίριζαν σε λαδόκολλα πατσάδες, κεμπάπ κ.α., εγκατέλειψαν τις γεμάτες με κρέας  τάβλες και έτρεξαν να κρυφτούν, Φοβισμένος κι εγώ, κλείδωσα το μαγαζί και απομακρύνθηκα από την αγορά. Από περιέργεια όμως, επέστρεψα σύντομα, και είδα τότε τον ελληνικό στρατό να παρελαύνει μέσω της κεντρικής οδού. Επέστρεψαν και οι άλλοι καταστηματάρχες, άνοιξαν τα μαγαζιά τους και κερνούσαν τους ελληνες στρατιώτες  με λουκούμια, ποτά, τσιγάρα και άλλα».














Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.